μπαλαχάρτα (η)
το δικαστικό ή άλλης φύσεως δημόσιο έγγραφο. “Ήρθε μπαλαχάρτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαλαχάρτα /ἡ/ (Ἰ. bolla-carta) = κοινοποιηθὲν δικόγραφον, κλῆσις δικαστική.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης