Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπακράτσι (το)

χάλκινο σκεύος για τη μεταφορά φαγητού στους τόπους εργασίας. Πιο πλατύ κάτω, απάνω στένευε και σχημάτιζε περιφερειακά εσωτερικό “σκαλί” για να εφαρμόζει το καπάκι.  Είχε τοξοειδή λαβή. Έχομε και μπακράτσα -σπάνια- σιδερένια, αλλά και μαντεμίσια. Τελευταία βγήκαν και αλουμινένια με ξύλινη χειρολαβή, αρβάλι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπακράτσι /τὸ/ (Τ. bακράδζ, Ἀλ. Σ. bακρὰz) = δοχεῖον μεταφορᾶς φαγητοῦ εἰς τὴν ὕπαιθρον (σκεῦος χάλκινον μετὰ τοξοειδοῦς κινητῆς λαβῆς παρὰ τὸ περιστόμιον).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Η λέξη είναι καθαρά τούρκικη. Η αντίστοιχη ελληνική-δημοτική είναι ανασυρτήρι, επειδή το κούπωμα αυτού του χάλκινου (ή αλουμινένιου) σκεύους σύρεται προς τα πάνω για ν΄ ανοίξει. Την τουρκική προέλευση δέχονται και οι Σκαρλάτος, Ανφριώτης. Την χρησιμότητα του περιέγραψε ο Δουβίτσας στα Καρσάνικα (φ. 62). Οι Ξηρομερίτες έχουν θηλυκό η μπακράτσα (Κουβέλης).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.