Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαγιόκος (ο) ή μπαγιότο (το)

  1. το μικροκαμωμένο άτομο. Λέγεται ως χαϊδολόγημα σε μικρά παιδιά
  2. το σύνολο διαφόρων πραγμάτων, που βάνομε στην άκρη για εφεδρεία. φράση: “Ρίξ΄ το κι αυτό έδεκει για μαπγιόκο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπαγιόκος /ὁ/ (Ἰ. baiocco) = χρῆμα, κέρματα, νομίσματα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.