μπαγάγιο (το)
χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό, μπαγάγια = τα πράγματα κάποιου, τα σκεύη και ρουχικά του σπιτιού. “Επήρε τα μπαγάκια του κι έφυγε” – “Ετοίμασε τα μπαγάκια σου και δρόμο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαγάγιο /τὸ/ (Ἰ. bagaglio) = ἀποσκευή, οἰκοσκευή, φόρτος, ὄγκος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης