μπάμπαλο (το)
αυτός που έχει το ελάττωμα να μπαμπαλίζει: “Σκάσε τώρα, μπάμπαλο” – “Ένα μπάμπαλο και μισό είναι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπάμπαλο /τὸ/ (Ἰ. babbaleo) = φλύαρος, βλάξ, εὐήθης.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κατά τον κοντομίχη και Λάζαρη, ο φλύαρος. Σε μας μάλλον ο κουτός, ο χαζός , ο αφελής. “Είναι μπάμπαλο”. Και κατά τον Δημητράκο, ο μωρός, ο ανόητος. Κυριολεκτικά είναι το κουρέλι και πιθανότατα σχετίζεται με το επίθετο παμπάλαιος, παμ-πάλαιον. Έτσι τουλάχιστον υποστηρίζει ο Φιλίντας (Γλωσσογν. Ι 38). Απίθανος (μάλλον άσχετος) ο συσχετισμός του Λάζαρη με το ιταλικό babbaleo. Πάντως υβριστικό. Και επίθετο μπάμπαλης.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μπάμπαλο § ὁ ἀνόητος, ὁ δυσμαθής, ὁ εὐήθης. Ἐξ αὐτοῦ τὸ ῥῆμα μπαμπαλίζω = λαλῶ ἀνόητα ὡς μπάμπαλον.
Σημ. Ἐκ τοῦ πέμπελος (Σύλλ. 1). Ὁ Δάρβαρης γράφει Πελελὸς ἀπὸ τοῦ πέμπελος (γραμμ. σ. 416).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου