άξος (ο)
ο άξος, ο εργατικός, ο φρόνιμος και επιτήδειος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄξος -α -ο: ἄξιος, ἐπιτήδειος, καταφερτζῆς, ἐργατικός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο άξος, ο εργατικός, ο φρόνιμος και επιτήδειος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄξος -α -ο: ἄξιος, ἐπιτήδειος, καταφερτζῆς, ἐργατικός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης