αξάγκλιαστος -η -ο
Ἀξάγκλιαστος § ἀκτένιστος. Μ. δυσέκβατος, δυσχερής, πολύπλοκος.
Σημ. ἴσως ἐκ τοῦ ἀνεξέλικτος (ἴδ. ἀξ – μόρ. στερ.).
Βλ. αξάγκλιγος καί ἀξάγκλιος
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἀξάγκλιαστος § ἀκτένιστος. Μ. δυσέκβατος, δυσχερής, πολύπλοκος.
Σημ. ἴσως ἐκ τοῦ ἀνεξέλικτος (ἴδ. ἀξ – μόρ. στερ.).