αβγότσοφλο (το)
το τσόφλι του αβγού, που χρησιμοποιούνταν παλιότερα για ιαματικούς σκοπούς από τους λαϊκογιατρούς. “Καύσε αβγότσουφλα, βάλε τα εις ξίδιν αψύ να γέννουν σκόνη και από αυτή φύσα με μασούρι εις ρουθούνια όπου τρέχει αίμα και ιάται” (Λ.Ι.Λ., σ. 79, 43)