αβγάτισμα (το)
η αύξηση, η προσθήκη. Το λέμε σε πλείστες περιπτώσεις π.χ. το αβγάτισμα της περιουσίας, του μισθού, του φαγητού, των μάλλινων κλωστών κ.λ.π.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από το ρ. αβγατίζω, βλ.λ.
(Π.Γ. Κριμπάς)