άττο (atti)
πράξη, ενέργεια, έγγραφο με νομική υπόσταση (δικογραφία), συμβολαιογραφική πράξη. Στον πληθυντικό οι πράξεις, τα πρακτικά, το Αρχείο.
(Atti dell congresso = πρακτικά συνελεύσεως). (αρχειοθέτηση εγγράφων εκ του Ιταλικού στο Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄτο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. atto) = πρᾶξις, ἐνέργεια, ἔγγραφον, δρᾶμα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης