άτσιντο (το)
το ξίδι, κοινώς γλυκάδι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄτσιντο /τὸ/ (Ἰ. acido, aceto) = ὀξύ, ὄξος, ξῦδι, γλυκάδι, ξυνὸ (κιτρικὸν ὀξύ).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το ξίδι, κοινώς γλυκάδι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄτσιντο /τὸ/ (Ἰ. acido, aceto) = ὀξύ, ὄξος, ξῦδι, γλυκάδι, ξυνὸ (κιτρικὸν ὀξύ).