Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ατόφιος (ο)

  1. ο μονοκόμματος, ο μη τεμαχισμένος, ο ακέραιος. Έπεσε μια κολόνα ατόφια”.
  2. αλλιώς: “ατόφιο χρυσάφι” (καθαρό).
  3. “ατόφιος άνθρωπος” = ακέραιος, τίμιος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.