ατόφιος (ο)
- ο μονοκόμματος, ο μη τεμαχισμένος, ο ακέραιος. Έπεσε μια κολόνα ατόφια”.
- αλλιώς: “ατόφιο χρυσάφι” (καθαρό).
- “ατόφιος άνθρωπος” = ακέραιος, τίμιος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!