αθερίνα (η)
κοπάδια πολύ μικρών ψαριών, που συχνάζουν στα ήρεμα νερά κολπίσκων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀθερίνα: /ἡ/ (ἀθήρ, ἀθερίνη) = σμῆνος μικροσκοπικῶν ἰχθύων διαιτωμένων εἰς γαλήνια ὕδατα ὅρμων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
για την ακρίβεια, υποχωρητικά από το ἀθερίνη με μετάπλαση θέματος (αλλαγή κλίσης): ἀθερίνη > αιτ.πληθ. ἀθερίνας > ον./αιτ. πληθ. ἀθερίνες > ον.εν. ἀθερίνα (πβ. βελόνη > βελόνα)
(Π.Γ. Κριμπάς)