άθελα (επίρρ.)
αθέλητα, χωρίς πρόθεση: “άθελά μου σε πάτησα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄθελα: /ἐπίρ./ (ἀ-θέλω) = ἀθελήτως, ἀκουσίως, χωρὶς πρόθεσιν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αθέλητα, χωρίς πρόθεση: “άθελά μου σε πάτησα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄθελα: /ἐπίρ./ (ἀ-θέλω) = ἀθελήτως, ἀκουσίως, χωρὶς πρόθεσιν.