Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αστράφτω

εκτός από την κοινή σημασία του ρήματος, σημαίνει τοπικά και χαστουκίζω.
“Θα σ΄ αστράψω κανένα χαστούκι για να μάθεις” – “Του άστραψε έναν τάμφαρο …” – “Θα σου δώσω μια ν΄ αστράψει η άλλη σου η πάντα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀστράφτω = ἐκπέμπω ἀστραπάς, λάμπω, στίλβω, κολαφίζω, σκαμπιλίζω. «τ’ ἄστραψ’ ἕναν τάμφαρο». «δῶσ’ του μία μ’ ἀστράψ’ ἡ ἄλλ’ τ’».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.