αστράφτω
εκτός από την κοινή σημασία του ρήματος, σημαίνει τοπικά και χαστουκίζω.
“Θα σ΄ αστράψω κανένα χαστούκι για να μάθεις” – “Του άστραψε έναν τάμφαρο …” – “Θα σου δώσω μια ν΄ αστράψει η άλλη σου η πάντα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀστράφτω = ἐκπέμπω ἀστραπάς, λάμπω, στίλβω, κολαφίζω, σκαμπιλίζω. «τ’ ἄστραψ’ ἕναν τάμφαρο». «δῶσ’ του μία μ’ ἀστράψ’ ἡ ἄλλ’ τ’».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης