αστοχάω και ξαστοχάω
λησμονώ, ξεχνώ, αποτυγχάνω: “Το ξαστόχησα”. “Αστόχησα να σου φέρω το βιβλίο σου”. “Μην αστοχήσεις να πας”.
Στα φυτά: “Κέντρωσα τόσες αχλαδιές και καμιά δεν αστόχησε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀστοχάω (ἀστοχέω) = λησμονῶ, ξεχνῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης