Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ασκί (το)

  1. κατεργασμένο δέρμα τράγου, ολόσωμο, ατόφιο, για τη μεταφορά κρασιού, λαδιού, νερού κ.λπ.
  2. δερμάτινοι σάκοι αδιάβροχοι για τη μεταφορά πατημένων σε λίνους, σταφυλιών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.