ασκί (το)
- κατεργασμένο δέρμα τράγου, ολόσωμο, ατόφιο, για τη μεταφορά κρασιού, λαδιού, νερού κ.λπ.
- δερμάτινοι σάκοι αδιάβροχοι για τη μεταφορά πατημένων σε λίνους, σταφυλιών.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!