ασίκης -ισσα
ο εύσωμος, ο λεβέντης, ο θελκτικός.
Δημ. τραγ. :”Ασίκης, είσαι μάτια μου, κι ασίκικα διαβαίνεις / κι ασίκικα πατάς στη γη, και κουρνιαχτό δεν παίρνεις”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο εύσωμος, ο λεβέντης, ο θελκτικός.
Δημ. τραγ. :”Ασίκης, είσαι μάτια μου, κι ασίκικα διαβαίνεις / κι ασίκικα πατάς στη γη, και κουρνιαχτό δεν παίρνεις”.