ασδιάλεγος -η -ο
ο αδιάλεχτος, ο αμάζευτος (επί προϊόντων, π.χ).
φράση: “Έχομε κάτι ελιές και τις αφήκαμε ασδιάλεχτες καταγής. Δεν έχομε χέρια, βλέπεις!”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο αδιάλεχτος, ο αμάζευτος (επί προϊόντων, π.χ).
φράση: “Έχομε κάτι ελιές και τις αφήκαμε ασδιάλεχτες καταγής. Δεν έχομε χέρια, βλέπεις!”.