φιτίλι κηρωτό γι τα καντήλια Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσερίν(ι) /τὸ/ (Ἰ. cereo, cerina, κήρινον) = κηρωτὴ θρυαλλὶς διὰ τὸ κανδῆλι (ἐκ τῶν πωλουμένων εἰς τὸ ἐμπόριον ἐντὸς κυτίων). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσερίσ(ι) βλ. λ. τσιρίσι.
Τσέρκιο /τὸ/ (Ἰ. cerchio) = γυναικεῖον ποδῆρες φόρεμα σχηματίζον εὐρὺν κύκλον εἰς τὴν κάτω περιφέρειαν.
ευκοιλιότητα, διάρροια, άλλως τσερλιό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσέρλα /ἡ/ καί τσερλιὸ /τὸ/ (τιλάω, τίλη) = διάρροια, διαρροϊκὴ κένωσις, εὐκοιλιότης. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσερλάω -ίζω (τιλάω, τίλη) = πάσχω διάρροιαν, ἀποπατῶ διαρροϊκῶς, φοβοῦμαι.
Τσερλῆς -οῦ (τιλάω -ῶ) = ὁ πάσχων διάρροιαν, ὁ ἀποπατῶν διαρροϊκῶς, ὁ δειλός. βλ. τσερλιάρης
Τσερλιάρ(η)ς -ω (τιλάω -ῶ) = ὁ πάσχων διάρροιαν, ὁ ἀποπατῶν διαρροϊκῶς, ὁ δειλός. βλ. τσερλῆς
μουδιάζω, μυρμηγκιάζω “τσερνιάζει το χέρι μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσερνιάζω (Ἰ. cerene, Ἀλ. τσέρμε-jα) = ἀναισθητῶ τοπικῶς, μουδιάζω, πιάνομαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Μουδιάζω (και γιατσέρνω, κρυώνω). Πιθανότατα από τη λέξη κερί, που στα ιταλικά γράφεται cera και προφέρεται τσέρα. Έτσι έχουμε κερνιάζω, . . . Περισσότερα
ποικιλία του μικρόψαρου μαρίδα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσέρ(ου)λα /ἡ/ (Ἰ. ceruelo;) = ποικιλία τοῦ ἰχθύος σμαρὶς (μαρίδας) κατωτέρας ποιότητος (φαιόλευκος). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
παρέα κακοποιός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσέτα /ἡ/ (Ἀλ. τσέτεα, Ἰ. ceto) = γένος, ὁμάς, συμμορία. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
τίποτα, ασήμαντα πράγματα. “Τι έχουν σήμερα τα ψαράδικα στην αγορά; – Τσέτσελε – πέτσελε”. Το φραστικό αυτό σχήμα που σπάνια το ακούει κανείς σήμερα τείνει να χαθεί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσέτσελε-πέτσελε (Ἰ. tensile-pensile) = πρᾶγμα ἰσχνὸν καὶ ἀτροφικόν, ἀσήμαντον κατὰ ποσότητα καὶ ποιότητα. Τα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα
Τσέφο /τὸ/ (Ἰ. cefare) = περιφρονητικὴ ἢ πείσμων ἀποστροφή, μορφασμὸς ἢ κίνησις περιφρονήσεως.
η λέξη χρησιμοποιείται συχνά από τους μαστόρους τοιχοποιοίας με πέτρες και εννοούν μικρά κομμάτια πέτρας ή κεραμιδιού που τα βάνουν στα διάκενα της λιθοποιίας για να τα καλύψουν. Πρόκειται για ένα είδος σφήνας που καλύπτει τεχνικές ανάγκες στη δύναμη η ενίσχυση του υφάσματος κατά το ράψιμο φορεσιάς με τον τρόπο . . . Περισσότερα
ευγένεια, ευπρέπεια, πολιτισμός
άκλιτο. το χρώμα του τσίγαλου, του κιτρινοπράσινου καρπού της αμυγδαλιάς.
ο καρπός της αμυγδαλιάς, σε κατάσταση χλωρή, προτού να πέσει το πράσινο περίβλημα του και αναδειχθεί το ξυλώδες εσωτερικό περίβλημα του αμυγδάλου Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσίγαλο /τὸ/ (σὺν-γάλα, Τ. τσάγλα) = τὸ χλωρὸν ἀμύγδαλον πρὶν στερεοποιηθῇ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ξυλῶδες περίβλημα. Τα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα
ψήνω το φαγητό με λάδι ή βούτυρο και ελάχιστο ή χωρίς, νερό – κάνω καβούρδισμα που είναι η πρώτη φάση του κανονικού μαγειρέματος ορισμένων φαγητών. “Τσιγαρίζω τα λάχανα για την πίτα” – “τσιγαρίζω το κοτόπουλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσ(ι)γαρίζω (Ἰ. asciugare) = καβουρδίζω, ξηροψήνω χωρὶς . . . Περισσότερα
το τασάκι
το σύνολο του ρουχισμού που παίρνει προίκα η νύφη και μαζί τα υφαντά του αργαλειού. τα κρεββάτια της νύφης που με τελετουργική πομπή τα πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού την Παρασκευή προ του γάμου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσιγίσ(ι) /τὸ/ (Τ. δζιχὶζ) = ὁ προικῷος ρουχισμός, . . . Περισσότερα
λέξη συγγενική με το τσιγίσι: οι γυναίκες που τραγουδάνε και χορεύουν κατά τη μεταφορά και τοποθέτηση των προικιών της νύφης στο νέο σπίτι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσιγίστρα (Τ. τσεγκὶ) = ἀοιδός, τραγουδίστρια, χορεύτρια. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το γέμισε, λέμε, τσίγκα – τσίγκα, μέχρι επάνω, έτοιμο να ξεχειλίσει. Προφανώς εδώ έχουμε το γνωστό επίρρημα τίγκα, που έγινε ιδιωματικά, τουλάχιστον στο χωριό μας, τσίγκα. Τα λευκαδίτικα λεξικά έχουν τίγκα. Οι Ανδριώτης και Μπαμπινιώτης πιθανολογούν ότι σχετίζεται με το ιταλικό diga, που θα πει επίχωμα. Ο δικός μας Λάζαρης . . . Περισσότερα
λαμαρίνα
η λέξη απαντάται στον πληθυντικό: τα τσιγκριά: Είναι δύο σανιδένιες τετράγωνες πλάκες 40X30 εκ. που η καθεμιά τους έχει στην εσωτερική της πλευρά όρθιες συρμάτινες ακίδες. Μ΄ αυτές τις δυο πλάκες έγραιναν (=ξάνοιγαν) το πρόβειο μαλλί, για να κάμουν τουλούπες: τοποθετούν τα μαλλιά ανάμεσα στις δυο πλάκες και ξεσέρνουν την . . . Περισσότερα
Τσιγλί καί τσιλί = εἶδος πολύ λεπτοκαμωμένης πλεξίδας ἀπό ἐκλεκτό λινάρι σέ πάχος μετρίου σπάγγου πού προσδένουν στό ἄκρο τῆς σφεντόνας καί μέ τό πέταμα τῆς πέτρας ἀφήνει ἕνα διαπεραστικό σύριγμα. βλ. και τσ΄γί (το)
απρόοπτο, ατύχημα, δυστύχημα
παιδικό τυχερό παιχνίδι πυ παοζόταν με κέρματα μικρής αξίας
η οσμή που βγαίνει από το καμένο φαγητό, ιδίως από ψητό κρέας. φράση: “Άφησες το φαγητό χωρίς νερό και τσίκνιασε, κάηκε”. παροιμία: “¨πέρυσι εκάηκε, εφέτος μύρισε” Το ρ. : τσικνιάζω = καίομαι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσίκνα /ἡ/ (κατ’ ἀναγραμματισμὸν τοῦ κνίσσα) = ἡ ὀσμὴ τοῦ . . . Περισσότερα
το πουλί ερωδιός ο λευκός ή ο πορφυρόχρους κύκνος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσικνιᾶς /ὁ/ (κυκνίας) = τὸ κολοβατικὸν πτηνὸν ἐρωδιός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας της Αποκριάς. Θεωρείται ως η μέρα που αρχίζουν οι Απόκριες. Παλιότερα όλες οι οικογένειες στο νησί, αυτή την ημέρα μαγείρευαν κρέας Το κρέας όμως τσίκνωνε σε πολλές περιπτώσεις – λόγω και τον εξόδων της νοικοκυράς στη γειτονιά για κουβεντολόι – και η μυρωδιά της τσίκνας . . . Περισσότερα
Τσικρικόν(ι) /τὸ/ (σὺν-κερχνάω, κερχνηὶς) = ποικιλία γλάρου, γλαρόνι.