Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τουτόρος (ο)

ο επίτροπος κάοιου Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

τούφλα

Τούφλα, § τύφλωσις. Π. ἀρχοντιὰ χωρὶς τὰ ἔχει, τούφλα του ν ὁποῦ τὴν ἔχει. Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. τύφλα.

τρ(ι)κόμπ(ι)

Τρ(ι)κόμπ(ι) /τὸ/ (τρὶς-κόμβος) = ἡ αὐχενικὴ μοῖρα ἔνθα ὁ τρίτος σπόνδυλος.

τρα

συνολικά. Σε κτγρφ. του 1754 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “Ετελείωσα τα αμπέλια και μου επήγε τρα, κλάδο, σκάψιμο και σκάλο αργάτες 165 – λ. 951”.

τραβαλίζω

Τραβαλίζω (Ἰ. travagliare) = ἐργάζομαι, μοχθῶ, ταλαιπωρῶ -οῦμαι. βλ. ντραβάλιζω

τραβάλιο (το)

βαριά εργασία, ταλαιπωρία Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τραβάλιο /τὸ/ (Ἰ. travaglio) = μόχθος, κάματος, ταλαιπωρία, ταραχή. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τραβάω

Τραβάω § ἕλκω πρὸς ἐμαυτόν. Σημ. Ἐκ τοῦ λατινικοῦ traho· ὁ Βυζ. γρ. τραβῶ.

τραβέντζο (το)

μεταφορά ζυμωμένου μούστου σε άλλο άδειο βαγένι μεταφορά κρασιού  στο εμπόριο με φορτηγά ζώα. Όποιος ήθελε να πουλήσει κρασί στο εμπόριο – επειδή τότε τα μεταφορικά μέσα ήταν δύσκολα ή ανύπαρκτα – το μετέφερε με ζώα συγχωριανών του, που με προθυμία το δέχονταν, αφού το ίδιο θα έκαναν και οι . . . Περισσότερα

τραβετζάρω

μεταφέρω κρασί ή μάλλον ζυμωμένο μούστο σε άλλο βαγένι. μεταφορά κρασιού από το χωριό σε κάντρο πώλησης . Η διαδικασία αυτή λέγεται τραβέντζο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τραβε(τ)ζάρω (Ἰ. travasare) = μεταγγίζω ὑγρὸν (οἶνον, ἔλαιον) ἀπὸ δοχείου εἰς ἕτερον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τράβο (το)

ξύλινο χοντρό δοκάρι οικοδομής – πληθ. τα τράβα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τράβο /τὸ/ (Ἰ. travare) = παχεῖα δοκός, μαδέρι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τράβο (τό): χονδρό μακρόστενο τετραγωνισμένο ξύλο, ματέρι, π.χ. ἔ­λατο τράβο = ματέρι ἀπό ἔλατο ὀρθογωνικῆς δια­τομῆς, (ΒΕΝ. tràve). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — . . . Περισσότερα

τράζω

Τράζω βλ. λ. τηράω -άζω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τ’ράζω: κοιτάζω, βλέπω, εκ του ρ. τηρέω-ώ, επιτηρώ, παρατηρώ, κ.λ.π. Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

τράϊνα

Τράϊνα /ἡ/ (Ἰ. traino) = πετονιὰ ἁλιείας συρομένη ἐξ ἐφολκίου.

τράκο

Τράκο /τὸ/ (Ἰ. traccia) = ἡ συναγωνιστικὴ προσπέλασις λέμβων ἐπὶ τοῦ προσεγγίζοντος πλοίου πρὸ τῆς ἀγκυροβολίας, σύγκρουσις.

τράλος (ο)

εξάρτημα του μύλου. Ο άξονας που περνούσε από το κέντρο του φαναριού. Η μια του άκρη ακουμπούσε στην σκεπή και η άλλη στερεωνόταν στο κέντρο του απάνω λιθαριού. Εκεί δάγκωνε σε ένα σίδερο, τη χελιδόνα, εξάρτημα του βελονιού. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

τραμέντζο (το)

τσατ΄μάς, διαχωριστικός τοίχος δωματίων Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τραμέτζο /τὸ/ (Ἰ. tramezzo) = διαχώρισμα δωματίων, τσατιμᾶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τραμέντζο (τό): μεσοχώρισμα, ( BEN. tramèzo). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

τραμουντάνα (η)

βόρειος άνεμος, βοριάς, αγέρας πολύ τσουχτερός. Παροιμία: “Τραμουντάνα τρέμουν όλοι / τρέμουν τα μ… κι οι κ…” [ιτ. tramontana =  ο βόρειος άνεμος]. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τραμ(ου)ντάνα /ἡ/ (Ἰ. tramontana) = Βόρειος ἄνεμος, βορρᾶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τραμουντάνα: βόρειος ἄνεμος, (ΙΤ.tramontana). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων . . . Περισσότερα

τράμπα (η)

διαπραγμάτευση και ανταλλαγή για αγοραπωλησίες. “έδωσα το γάιδαρό μου και λίγα χρήματα και πήρα αυτό το μουλάρι”. Συχνά ακούμε τη φράση: “Τα κάναμε τράμπα, του ΄δωκα τις ελιές και μου ΄δωκε το χωράφι στην τάδε τοποθεσία”. Το ρ. τραμπάρω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τράμπα /ἡ/ (Σ. . . . Περισσότερα

τραμπάλα (η)

παιδικό παιγνίδι με κύριο όργανο μια σανίδα, ή δοκάρι, στα δυο άκρα της οποίας κάθονται δύο παιδιά. Η σανίδα στηρίζεται στο κέντρο της πάνω σε ένα βαρέλι, ή άλλο κατάλληλο αντικείμενο. τραμπάλα, λέμε και την, άλλως λεγομένη “κούνια“. Δένομε ένα σκοινί καλά σε κορμό δέντρου, καθόμαστε στη μέση και μας . . . Περισσότερα

τραπανάρω

τρυπώ κάτι με το τράπανο. Στη λαϊκή χειρουργική οι κομπογιαννίτες χρησιμοποιούσαν το δικό τους τρύπανο για να τρυπήσουν ανθρώπινο κόκαλο: “Έως να ιδώ μην έχει το κόκκαλο καμίαν αγκίδα ή καμία ρούγα να φτάνει εις τον μυελόν. Ετότες είναι ανάγκη να το τραπανάρω με κάποιο σύνεργο, το τράπανο”.

τράπανο (τό)

Τράπανο /τὸ/ = τρύπανον, τρυπάνη, ἀρίδα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τράπανο (τό):  τρυπάνι, (ΒΕΝ. tràpano, ἀντιδάνειο ἀπό τό ἑλληνικό τρύπα­νον). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου