σφέλτσα (η)
ερωμένη, αγαπητικιά
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ερωμένη, αγαπητικιά
Σφήνα /ἡ/ (σφὴν) = σφήν, τμῆμα πράγματος σφηνοειδές: «νιὰ σφήνα τυρί», σπέρμα ἀμυγδάλου ἢ λεπτοκαρύου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σφήνα = ἡ ψύχα τῶν ξηρῶν καρπῶν, μία σφήνα ἀμύγδαλο (μιά ψύχα ἀμύγδαλο). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
η βελόνα Κάλαμος – Ρέα Μανωλάτου και σφίγκλα καρφίτσα για τα μαλλιά Αναμνηστικό Λέξεων – Γιώτα και Γιώργος Καραγιάννης
ιαματικό φυτό Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
λεπτό τμήμα λεπτοειδές ενός πράγματος. “πετάχτηκε μια σφλέντζα ξύλο και παραλίγο να μου βγάλει το μάτι”. μτφ.: “έφαγα μια σφλέντζα τυρί” = ένα λεπτό κομμάτι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφλέντζα /ἡ/ (Ἰ. sfoglietta, Ἀλ. φλιέτε -α) = λέπυρον, παρασχίς, λεπτὸν φύλλον ξύλου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα
Σφλεντζάρ(ι) /τὸ/ («σφλέντζα») = μικρὰ σφλέντζα, λέπυρον, παρασχίς.
Σφογγάρ(ι) /τὸ/ = σπόγγος, σφουγγάρι.
Σφογγάω = σπογγίζω, ἀπομάσσω, σφογγίζω.
βλ. σφογγάω
η πετσέτα για σκούπισμα χεριών, προσώπου κ.ά (μπόλια). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφογγόμπολα /ἡ/ (σπόγγος, Ἰ. polire) = χειρόμακτρον, προσόψιον, μάκτρον διὰ κουταλοπήρουνα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σφογιὰ /ἡ/ (Ἰ. sfoglia) = βοηθητικὸν ἔλασμα πρὸς ρῆξιν λίθων διὰ χαλυβδίνων σφηνῶν (παρεντιθέμενον πρὸς στερέωσιν τῆς σφήνας). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης σφογιά (ἡ): βοηθητικό ἔλασμα γιά τήν κοπή λίθων μέ χαλύβδινες σφῆνες, (πιθανόν ἀπό ΑΡΧ. σφήξ). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
ο σπόνδυλος, ο αυχένας Μου βγήκε ο σπόνδυλας από το βάρος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφόντ(η)λας /ὁ/ = σπόνδυλος, ὁ αὐχήν, ἡ χώρα τῶν αὐχενικῶν σπονδύλων. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
σπόνδυλος, σχήμα κολούρου κώνου με τρύπα στο κέντρο. Στην τρύπα αυτή μπήγεται το αδράχτι και ισορροπημένο μ΄ αυτό το βάρος περιστρέφεται γληγορότερα και στρίβει το νήμα της ρόκας. Είναι ξύλινο ή πήλινο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφοντῆλ(ι) /τὸ/ = κωνικὸς σπόνδυλος προσαρμοζόμενος εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον . . . Περισσότερα
Σφοντόνα /ἡ/ = ἡ σφενδόνη, τὸ πρωτόγονον ὄργανον έκσφενδονίσεως λίθων.
Σφοντονάω = σφενδονίζω, ἐκσφενδονίζω, περιφέρομαι ἀσκόπως ἐν εἴδει περιστρεφομένης σφενδόνης.
Σφοντονιὰ /ἡ/ = σφενδονιά, σφενδόνησις, βολὴ σφενδόνης.
Σφουγγίζομαι: σκουπίζομαι. Σφουγγίζω = σπογγίζω, εξ ου και σφόγγος = σπόγγος
ήταν ξύλινο αντικείμενο με σκαλισμένες παραστάσεις. Μ΄ αυτή σφράγιζαν κυρίως το χριστόψωμο ή τα άλλα αρτοκατασκευάσματα
το σφράγισμα της λειτουργιάς. Το κομμάτι που είναι σφραγισμένο.
πλεχτός σάκος με βούρλα ή τραγόμαλλο σε σχήμα φακέλου που το χρησιμοποιούσαν παλιότερα στα λιτρουβειά για να βάνουν μέσα στο ζυμάρι της αλεσμένης ελιάς για να τη στείψει η μηχανή. Τα σφυρίδια τα αντικατέστησαν τα τσόλια. Με τα σφυρίδια έστειφταν και τα τσίπουρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα
βλ. σκίζα
Στις κηδείες μετά τα συλλυπητήρια προσφέρουν πίτα-λαδόπιτα για τη συγχώρηση των αμαρτιών του νεκρού. Αυτή η πίτα λέγεται σχώριο. Είναι μια πατροπαράδοτη συγχωρητική προσφορά – απαραβίαστο έθιμο. Στην πόλη δεν ήταν γενικευμένο έθιμο. Εδώ, αντί πίτας πρόσφεραν μύγδαλα, καρύδια, λεπτοκάρια. Για νέους και νέες αντί άλλο σχώριο πρόσφεραν κουφέτα. Μαζί . . . Περισσότερα
κήπος κομμάτι γης μέσα στο χωριό, όπου έβαναν και καλλιεργούσαν αγκινάρες, κουκιά, σκόρδα, κρεμμύδια, ντομάτες κ.λπ. Σε μικρές πάντα ποσότητες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σωκῆπ(ι) /τὸ/ (ἔσω-κῆπος) = τμῆμα καλλιεργησίμου γῆς ἐντὸς χωρίου ἢ εἸς τὰς παρυφὰς αὐτοῦ (διὰ λαχανοκηπουρικὰ πρώτης ἀνάγκης). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα
σωματώδης, παχύς
φθάνω να πιάσω κάτι, αρκώ, εξαντλώ. “Σώσε μου τη σήτα, γιατί εγώ δε φτάνω” – “σώνει, δε χρειάζεται άλλο αλάτι το φαΐ” – “το ξίδι μας εσώθηκε, θέλομε άλλο”. Κατάρα: “Μη σώσεις και μη φτάσεις”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σώνω (ἴσος -όω) = ἐξισοῦμαι, φθάνω, καταφθάνω, . . . Περισσότερα
ύσσωπος, φυτό φρυγανώδες, αρωματικό, φαρμακευτικό της οικογένειας των χειλανθών, κοινώς άγριο τσάι. Ο σώπος έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Συνταγή από γιατροσόφι: “Τρίψε το άλας με την ρίγανην και με σώπον και με μέλι και ας είναι και τα τέσσερα σύμμετρα, να γένουν ωσάν αλοιφή και είναι βασιλικόν ιατρικόν δια το δάγκαμα . . . Περισσότερα
Σωράμενος -η -ο βλ. λ. σοράμενος -η -ο.
αντικείμενα ατάκτως ερριμένα, ακαταστασία. Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μια μπερδεμένη κατάσταση ή μια γρήγορη / πανικόβλητη κίνηση. Λέμε: Μπήκα μέσα σε ‘κειο το σπίτι και ήταν όλα μέσα σωροβολιό. Λέμε: Όπως ξεκίνησε να κουνάει, κατέβηκα τις σκάλες σωροβολιό.
Σωρός μικρού μεγέθους. Αντικείμενα ή προϊόντα συγκεντρωμένα άτακτα το ένα πάνω στο άλλο. Λέμε: μάζεψε εκείνα τα αποκλάδια και κάντα ένα σωροπούλι έδε κει στην γωνία απ’ το αμπέλι
τελειώμα