Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σέμπρε (επίρρ.)

πάντοτε. ιταλ. sempre Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σέμπρε (Ἰ. sempre) = πάντοτε, διὰ παντός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σεμπριά

σχέση αγροδότη προς αγρολήπτη, αγροληψία Γλωσσάριο Ελένης Γράψα συνεργασία, σύμπραξη, συνεταιρισμός Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

σέμπρος

Η λέξη, γνωστή σε όλη την Ελλάδα, δεν θα μας απασχολούσε εδώ, αν δεν είχαμε να καταγράψουμε ορισμένες εθιμικές καταστάσεις τοπικού ενδιαφέροντος, που είχαν και το ξεχωριστό – απ΄ ό,τι ίσχυε στο άλλο νησί – ενδιαφέρον. (πρόκειται για σέμπρους του Μεγανησίου). Κι όλα αυτά βέβαια καλύπτονταν από το εθιμικό δίκαιο. . . . Περισσότερα

σένα (η)

η σκηνή, ο καυγάς, το επεισόδιο. φράση: “Πρόσεχε, γιατί εγώ κουμπαρούλα μου, θα σ΄ κάνω μεγάλη σένα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης σκηνή, επεισόδιο, καυγάς Το Ιτλ. scena = η σκηνή, το θέατρο Fare una scena = κάνω επεισόδιο, καυγαδίζω Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά . . . Περισσότερα

σενί (το)

ο πάγκος. Σε κτγρφ. του 1714, Νο 48, (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “ένα σενί, ήγουν πάγκος”. Σε άλλη του 1718, Νο 3: “Ένα σενή ξήλυνο”.

σενιάρω

Σενιάρω (Ἰ. segnare) = σημειῶ, ἀντιλαμβάνομαι, διακρίνω, ἀναγνωρίζω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σενιάρω καί ἀσενιάρω = μπαίνω στό νόημα, κάτι καταλαβαίνω, σενιάρω ποῦ εἶναι (καταλαβαίνω ποῦ εἶναι). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής βλ. και ἀσυνιάρω καί συνιάρω  

σένιο (το)

το σύνθημα, το σήμα. Το σένιο δίνεται με πολλούς τρόπους. Παλιότερα, ο πιο γνωστός ήτανε της καμπάνας. Για ο,τι καλό ή κακό συνέβαινε. Και το σήμα δινόταν με ξεχωριστό τρόπο ανάλογα με την περίπτωση: πυρκαγιά, θάνατος, γιορτή, πόλεμος κ.λπ. Οι κλέφτες έδιναν σένιο με κλεφτοφάναρα. Η λειτουργία προαναγγέλλεται με μονοκάμπανο . . . Περισσότερα

σεντέκολο

Σεντέκολο /τὸ/ (Ἰ. sano sentarsi) = καχεκτικός, ἰσχνός, ἀδύνατος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης σεντέκολα = (σκπτ) η κακογηρασμένη και μπεμπεκίζουσα γυναίκα, αλλά και η ασουλούπωτη, ατημέλητη (πιθ. από το Ιτλ. cento = εκατό ή τη λέξη  secolo = εκατονταεής, αιώνας) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε . . . Περισσότερα

σεντσάρω

Σεντσάρω (Ἰ. sentenziare) = προσυμφωνῶ, ἀπαλλοτριῶ, μεταβιβάζω ἐπί προκατα­βολῇ ἀρραβῶνος.

σέπω / σέπομαι

Σέπω = σήπω, σήπομαι, σαπίζω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης σέπομαι: σαπίζω Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά

σερβίρω

Εκτός από τις γενικά γνωστές σημασίες, σημειώνουμε και τις εξής: προσκομίζω, προσπορίζω, συμφέρει (κάποιον), χρησιμοποιώ. Σημειώσεις χργφ του 1745, οκτομβρίου 29: Επούλισα το ρακί σέκια ενιά … Το λάδι εσερβίρισε και αυτό μερικό παρά, ης το σπήτη … Έκαμα και λινάρι ης το Βαρδάνι λίτρες 80, το οπίο το εσερβιρίστηκα . . . Περισσότερα

σερβιτσάλι (το)

το κλύσμα. Θεραπευτικά: συνταγή βιβλίο γιατροσοφιών του χωριού Πόρος: “Το χαμόμηλον να το βράσει εις τρίτον και να το πίνει. Εκείνος οπού έχει πράγματα σφικτά μέσα εις τα εντόστια του … βάνοντας το και εις τα σεβιτζάλια, σβήνει τους κακούς χυμούς”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σερβ(ι)τσάλι /τό/ . . . Περισσότερα

σεργιά (η)

η ράτσα, το σόι. “Η προβατίνα είναι από σεργιά” – “Πέτυχα από καλή σεργιά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σεργιά = σόϊ, ράτσα, φυλή, τήν πῆρε γιατί εἶναι ἀπό σεργιά (γιατί εἶναι ἀπό σόϊ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σεργιάνι

Σεργιάνι /τό/ (Ἀ. Τ. σεϊρὰν) = περιπατῶ πρὸς ἀναψυχήν, περιδιαβάζω.

σερδενές (ο)

ο μπουναμάς, το μικρό φιλοδώρημα. “Έπιασα από σαρδενέδες την πρωτοχρονιά 500 δρχ.” – “Έδωσες σερδενέ του παιδιού που σου έφερε το κουστούμι στο σπίτι;” ξυλοδαρμός. φράση: “Έφαγες κι εσύ το σερδενέ σου από το δάσκαλο;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σερδενὲς  /ὁ/ (Λ. sordens) = γλίσχρον φιλοδώρημα . . . Περισσότερα

σερενάδα

Σερενάδα /ἡ/ (Ἰ. serenata) = ἆσμα νυκτερινὸν ἐν ὑπαίθρῳ ἢ ἐν ὁδῷ.

σερνικάρω (η)

έτσι έλεγαν τις αρσενικές γαρίδες. Ήταν οι καλυτερες και πιο μεγάλες. Οι ψαράδες διαφήμιζαν τις γαρίδες τους με το εξής λογοπαίγνιο: “γαρίδα σερνικάρω” > “σέρνει κάρο”, δηλ. ειναι πολύ μεγάλη σε μέγεθος. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

σέρντε-μέρντε

ευχετική προσφώνηση με πολλές – πάντα ευφρόσυνες – σημασίες: “Καλώς εκοπιάσατε” – “Να ζήσει και να πολυχρονίσει” κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σέρντε – μέρντε (Ἀλ. μίρε σὲ ἔρδε) = καλῶς ἦρθες, καλῶς τὰ δέχθηκες, νὰ σοῦ ζήσῃ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σέρνω

επιδιορθώνω, διευθετώ: “Έβαλα και μου έσυραν τα κεραμίδια στο σπίτι, γιατί έμπαζε νερό” Παλιότερα, σε χργρφ, σημείωση του 1755: “δια ένα βαγένι οπού έβαλα τους αρβανητάδες και μου το έσυρανε, εξόδιασα μονέδα …” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας” \ μοιάζω: “Η κοπέλα σέρνει της μάνας της”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

σερπετό (το)

το ερπετό, το φίδι. μτφ, ο άνθρωπος, ο ευκίνητος, ο επιτήδειος αλλά και ο επικίνδυνος, “Είσαι κακό σερπετό, κι εσύ, έγνοια σου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σερπετὸ /τό/ (Ἰ. serpente) = ἑρπετόν, ὄφις, φεῖδι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Τα ερπετά. Το σ δίνει τη δασεία . . . Περισσότερα

σέρσελας (ο)

έντομο της οικογένειας των σφηκών, που το τσίμπημά του είναι συχνά επικίνδυνο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σέρσελας /ὁ/ (Π. Τ. σέρ – σερὶ) = σφὴξ ἡ σφήξ, σφήκα μεγαλόσωμος μὲ χρωματισμὸν ζωνῶν ἐρυθρῶν καὶ κιτρίνων, σέρσεγκας, βρέτζονας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σέρσελας = σκροῦκος, ἔντομο πού . . . Περισσότερα