σαποκώλιασμα (το)
αρρώστια των φυτών, κατά την οποία σέπονται οι ρίζες του
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αρρώστια των φυτών, κατά την οποία σέπονται οι ρίζες του
Σάρα /ἡ/ (σαίρω, σύρω) = μεγάλο πριόνι ὑλοτομίας, καταρράχτης.
θόρυβος από πέτρες σε κατηφορικό δρόμο. “Στην άγρια κατηφόρα ακούονταν σαραβαλιά απ΄ τις πολλές πέτρες”
γκρεμίζω, ρίχνω
τούρκικο αρχοντικό
Σαραντακαπνίζομαι (τεσσαράκοντα-καπνὸς) = ἐξαφανίζομαι σαράντα φορὲς συντομώτερον ἀφ᾿ ὅτι διαλύεται καπνός.
άφαντος, αυτός που εξαφανίζεται αστραπιαία. φράσεις: “Μόλις τ΄ άκουσε έγινε σαραντάκαπνος” – “Είδα τους Γερμανούς που κατέβαιναν, αλλά εγώ έγινα σαραντάκαπνος”.
η μνημόνευση του πεθαμένου από τον ιερέα σε 40 συνεχείς λειτουργίες κατά το Σαρανταήμερο, δηλ. από 15 Νοεμβρίου μέχρι τα Χριστούγεννα. Το σαραντάρι λέγεται και σαρανταλείτουργο. Πολλοί (ιδίως άρχοντες του τόπου) άφηναν με διαθήκη τους χρήματα σε εκκλησίες για να τους κάνουν σαραντάρια. “Έδοσα και δι δέκα σαραντάρια, ος καθός . . . Περισσότερα
άκουσα τη λέξη, αλλά δεν μπόρεσα να προσδιορίσω τη σημασία της. Έλεγε η μάνα στο παιδί: “Έλα μωρέ σαραφακιασμένο, να φας το ψωμί σου …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ο Λάζαρης “σαφρακιάζω” από το τουρκικό σαφρά, κιτρινιάρης, καχεκτικός. Ο Δημητράκος έχει ζαρώνω. Θέλει ψάξιμο. Καρσάνικα Γλωσσικά . . . Περισσότερα
Σαρδοῦνι /τὸ/ (σαρδὼν) = ἀραιόφθαλμον δίκτυον τῆς τράτας.
το φυτό κυνόγλωσσον, κοινώς σαρκοτρόφι ή σκυλόγλωσσο Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
το φυτό φάγναλον το ελληνικόν Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
η κούνια για τα μωρά. Σε κτγρφ. του 1750: “μια σαρμανίτζα” Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
αυτός που σαρώνει τους δρόμους, εδώ ο Χάρος. Δημ. τραγ.: “Ώσπου να πάει για το γιατρό, παπά να μεταλάβει / επέρασε κι ο σαρωστής κι εσάρωσε τον κύρη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαρσανᾶς /ὁ/ (Ἰ. saracino;) = πρᾶγμα ἡμικατεστραμμένον ἐκ τῆς χρήσεως, σαράβαλο. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος . . . Περισσότερα
βλ. σαλτάρω
Σαρώνω: (ρ. σαρόω-ώσω) = σκουπίζω, εξ ου και σάρωθρον = η σκούπα. βλ. σαρώστρα
” … Ώσπου να πάει για το γιατρό, παπά να ματαλάβει Επέρασε ο σαρωστής κι εσάρωσε την κόρη” Αυτός που σαρώνει. Στο δημοτικό τραγούδι εδώ θα πει (μεταφορικά) ο χάρος
η σκούπα βλ. σαρώνω
ενόχληση, παρενόχληση. φράση: “Μη με σασ΄νάρεις, χριστιανέ μου!” = μη μ΄ ενοχλείς
ο αρραβωνιαστικός, η αρραβωνιαστικιά Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαστ(ι)κὸς -κιὰ (ἴσος, ἰσάζω) = μνηστήρ, ἀρραβωνιαστικὸς -ιά. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ο μνηστήρας. Από το ρήμα σάζω, δηλαδή σίάζω (από το αρχαίο ισιάζω). “Τα σιάξανε”, δηλ. τα φτιάξανε ή επί των γονέων, συνεφώνησαν να τους παντρέψουν . . . Περισσότερα
σύγχυση, αμηχανία
Σαστύζω § ταράττω, σκοτίζω τὸν νοῦν τινος. Μ. τὸν ἐσάστυσες μὲ τὰ λόγια σου. § Μέσ. ταράσσομαι, σκοτίζομαι. Π. ἐσάστυσα ἀπὸ ταῖς πολλαῖς δουλειαῖς. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ ἀτύζω (Σύλλ. 17). Ἡ ἐν ἀρχῇ τῆς λ. πρόσθεσις τοῦ σ εἶναι κοινοτάτη παρὰ Λευκαδίοις. Πρό τινων ἐτῶν εὕρομεν ἐν Λευκάδι καὶ . . . Περισσότερα
θορυβώδες επεισόδιο συνήθως κωμικό
Σατέμι /τὸ/ (Γλ. satin) = ὁλοσηρικόν, ὕφασμα στιλπνὸν κατὰ τὴν μίαν ὄψιν, σατέν.
ο κουβάς Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σατίλι /τὸ/ (Ἀ. σάτλ, Τ. σιτὶλ) = καδίσκος γαλβανισμένος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, κουβᾶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ανάπηρα πλάσματα
ανάπηρος, αναποδιασμένος, παραμορφωμένος, άσκημος. φράσεις: “χαρά στο σατράκαλο!” = ‘Έγινα ένα σατράκαλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σατράκαλο /τὸ/ (Ἰ. stracco-ale) = κεκμηκώς, ξεκαμωμένος, ἀνάπηρος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σατράκαλο = ἄνθρωπος ἀρρωστιάρης καί κακοφτιαγμένος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
λεπίδι για πετάλωμα αλόγων
Σαφρακιάζω (Τ. σαφρὰ) = ὑποφέρω, πάσχω, εἶμαι κιτρινιάρης καὶ καχεκτικός, σταφιδιάζω.
κούπωμα χάλκινων σκευών με κωνικό και κλιμακοειδές σχήμα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαχάνι /τὸ/ (Τ. Σ. σαχὰν) = κωνικὸν πῶμα χαλκίνων σκευῶν μὲ κυκλικὰς κλιμακώσεις καὶ αὐλακώσεις, χάλκινον τρυβλίον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σαχάνι = σαγάνι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής