αρμυρίκι (το)
είδος φυτού που φύεται στα υφάλμηρα παραθαλάσσια και ελώδη μέρη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁρμυρίκι: /τὸ/ = ἡ μυρίκη, θαμνῶδες φυτὸν τῶν ἁλιπέδων καὶ ὅρμων (συγκεντροῦν κρυσταλλίδια ἅλατος εἰς τὰ φύλλα του).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης