αρμαρόνι (το)
το μεγάλο αρμάρι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁρμαρόνι /τὸ/ = μεγάλο ἑρμάριον, ντουλάπα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ἁρμαρόνι (τό): μεγάλο ντουλάπι.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου