αποσταίνω
κουράζομαι, αποκάμνω. Επί γερόντων, απόστασα =εγέρασα
ΒΑΛ. Ο Δήμος και το καρυοφίλι του, στιχ. 1-2: ” … και τώρα αποσταμένος θέλω να πάω να κοιμηθώ”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποστένω καί Ἀποσταίνω: (ἀπὸ-σθένω) = καταπονοῦμαι, εἶμαι κατάκοπος, άποκάμνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από τραγούδι γάμου (Μεγανήσι) – λέγεται στα καρφώματα
” … Ευχήσε με, μανούλα μου, την ώρα που τα ρίχνω κάτω,
Καλώς τα που προβάλανε τ΄ άσπρα και τα χιονάτα.
να τα χαρεί που τάφκιασε κι απόστασε για δαύτα …”
Μπολίτσα στο χρόνο