Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αποσταίνω

κουράζομαι, αποκάμνω. Επί γερόντων, απόστασα =εγέρασα
ΒΑΛ. Ο Δήμος και το καρυοφίλι του, στιχ. 1-2: ” … και τώρα αποσταμένος θέλω να πάω να κοιμηθώ”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀποστένω καί Ἀποσταίνω: (ἀπὸ-σθένω) = καταπονοῦμαι, εἶμαι κατάκοπος, άποκάμνω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Από τραγούδι γάμου (Μεγανήσι) – λέγεται στα καρφώματα

” … Ευχήσε με, μανούλα μου, την ώρα που τα ρίχνω κάτω,
Καλώς τα που προβάλανε τ΄ άσπρα και τα χιονάτα.
να τα χαρεί που τάφκιασε κι απόστασε για δαύτα …”

Μπολίτσα στο χρόνο

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.