απορρίχνω
αποβάλλω, γεννώ πρόωρα νεκρό έμβρυο, κι αυτό ισχύει για ανθρώπους και ζώα.
“Η προβατίνα μας απόρριξε” – “Η νύφη μας απέβαλε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπορρίχνω: (ἀπὸ-ρίπτω, ρήγνυμι) = γεννῶ προώρως, ἀποβάλλω νεκρὸν ἔμβρυον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης