αποδέλιπος -η -ο
(λείπω – έλιπον)
Αυτός που δεν απουσιάζει απ΄την παρέα του, απ΄το στέκι του, απ΄την σύναξη, συνεδρίαση, διασκέδαση κ.λπ.
“Ο Γιάννης είναι αποδέλιπος σε κάτι τέτοια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποδέλ(ι)πος -η -ο: (ἀπὸ-δὲν-λείπω) = ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀπολίπεται, ποὺ συχνάζει.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ο υπόλειπος
“Και τσ΄ αποδέλοιπους” =ευχή σε γάμο για να παντρευτούν και οι υπόλοιποι, αυτοί που δεν έχουν ακόμα παντρευτεί
Καλαμος -Ρέα Σ. Μανωλάτου