απόμπ(η)ξη (η)
μυτερή απόληξη κλαδιού που αποκόπηκε σε θάμνο και με την οποία μπορεί κανείς να τραυματιστεί.
“Μου μπήκε μια απόμπηξη στο ποδάρι κι είδα κι έπαθα να την βγάλω¨.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπόμπ(η)ξι: /ἡ/ (ἀπὸ-πήγνυμι) = ἡ εἰς τὸν θάμνον ἀπομένουσα τομὴ τοῦ ἀποκοπέντος κλαδίου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης