Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

απόμπ(η)ξη (η)

μυτερή απόληξη κλαδιού που αποκόπηκε σε θάμνο και με την οποία μπορεί κανείς να τραυματιστεί.
“Μου μπήκε μια απόμπηξη στο ποδάρι κι είδα κι έπαθα να την βγάλω¨.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀπόμπ(η)ξι:  /ἡ/ (ἀπὸ-πήγνυμι) = ἡ εἰς τὸν θάμνον ἀπομένουσα τομὴ τοῦ ἀποκοπέντος κλαδίου.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.