απλάδαινα (η)
μεγάλη αβαθής (απλιά) σουπιέρα, πήλινη ή πορσελάνινη.
Σε χργρ του 1724, ν. 24 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: “Μια απλάδαινα αγκωνέικη (από την Αγκώνα)” και του 1851: “δέκα απλάδαινες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπλάδαινα: /ἡ/ (ἁπλόω-ῶ, Ἰτ. ampliare -iata, Σ. πλαdavj) = μεγάλη πιατέλλα, ἀβαθὴς σουπιέρα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Απλαδένη και -α. Η πιατέλα από το απλάδα και πιατένα. (βενετσιάνικο pladena – συμφυρμός Ανδριώτης. Σχετικό και το απλάδι. (απλώνω). Ή από το απλός απλάδαινα (πιατέλλα).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἁπλάδαινα § εἶδος πινακίου, ἀλλαχοῦ ἁπλάδα καλουμένου (Φιλίστ. Δ´.511).
Σημ. Ἐκ τοῦ ἁπλόω, ἁπλόδαινα κατὰ τὸ ἀρύτω, ἀρύτω ἀρύταινα καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς α ἁπλάδαινα (Σύλλ. 1). Ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ἁπλάς, ὅπερ ἦν εἶδος λακωνικοῦ ὑποδήματος, κληθέντος ἀπὸ τοῦ ἁπλῶς καὶ οὐ τετεχνημένως γεγενῆσθαι (Μ. ἐτυμ. ἐν λ.) πιθανώτερον δὲ ἐκ τοῦ λοπάς, μεταθέσει γραμμάτων καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς α (Σύλλ. 1).