Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

απάρθενος -η -ο

αειπάρθενος.
“Δακρύζουνε τ΄ απάρθενα τα χιόνια στο λιοπύρι” ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, στ. 11. = παρθενικός, αγνός.
Δημ. τραγ.: “Τρία απάρθενα κοράσια / σαν του Μάη τα κεράσια” (Δημοτικά τραγούδια της Λευκάδας, σελ 44). και “λόγγα απάρθενα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀπάρθενος -η -ο: (ἀ-παρθένος) = παρθενικώτατος, πάναγνος, ἀμόλυντος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ένα Σχόλιο

  1. Πολύβιος Σ. Νικολάου - Απάντηση

    Στην κυπρ. διάλεκτο (Γλωσσάριο Ξενοφώντος, έκδ. Κέντρ. Επιστ. Ερευνών, 1983)Φαρμακίδη) απάρθενος δεν είναι η μή παρθένος (που λέγεται κορασιά) άλλα το κορίτσι που δεν έχει ακόμη τα έμμηνά του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.