απάρθενος -η -ο
αειπάρθενος.
“Δακρύζουνε τ΄ απάρθενα τα χιόνια στο λιοπύρι” ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, στ. 11. = παρθενικός, αγνός.
Δημ. τραγ.: “Τρία απάρθενα κοράσια / σαν του Μάη τα κεράσια” (Δημοτικά τραγούδια της Λευκάδας, σελ 44). και “λόγγα απάρθενα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπάρθενος -η -ο: (ἀ-παρθένος) = παρθενικώτατος, πάναγνος, ἀμόλυντος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Πολύβιος Σ. Νικολάου -
Στην κυπρ. διάλεκτο (Γλωσσάριο Ξενοφώντος, έκδ. Κέντρ. Επιστ. Ερευνών, 1983)Φαρμακίδη) απάρθενος δεν είναι η μή παρθένος (που λέγεται κορασιά) άλλα το κορίτσι που δεν έχει ακόμη τα έμμηνά του.