απακούμπι (το)
στήριγμα ηθικό ή υλικό, ελπίδα καταφυγής: “Έχω ένα απακούμπι στη φτώχεια μου στα γεράματά μου”- “Το ΄χω απακούμπι στα γεράματά μου” – “Έχει κι αυτός ένα απακούμπι, να μην είναι τελείως έρημος” – “Τ΄ απακούμπι μου στο Θεό”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
στήριγμα ηθικό ή υλικό, ελπίδα καταφυγής: “Έχω ένα απακούμπι στη φτώχεια μου στα γεράματά μου”- “Το ΄χω απακούμπι στα γεράματά μου” – “Έχει κι αυτός ένα απακούμπι, να μην είναι τελείως έρημος” – “Τ΄ απακούμπι μου στο Θεό”.