αντράκλα (η)
- το φυτό χεροβότανο (αδράχλη η αγρία), είναι ιαματικό.
- το σαλατικό αδράχνη, κοινώς γλυστρίδα
- ξύλα καύσιμα, όχι χοντρά – “Πάμε για αντράκλα;” (Γ. Μαραγκός).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀντράκλα: /ἡ/ (ἀνδράχνη) = τὸ σαλατικὸν ἀνδράχνη, πορτουλάπη ἠ λαχανηρά, ὀλισθηρίς, γλυστρίδα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. καί ἀντράκλι