άνοιωθος
αυτός που δεν γίνεται αισθητός, που δεν τον αισθάνονται οι άλλοι, αναίσθητος.
Αυτός που είναι ηθικά και κοινωνικά άχρωμος, αδιάφορος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄνοιωθος -η -ο: (ἀ-ἐν-νοῶ) = μὴ δίδων σημεῖα ἐπαφῆς μὲ τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον, ἀναίσθητος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
και άνοιωστος -η-ο