ανεβάζω
ανακινώ ρυθμικά το θώρακα λόγω δυσκολίας της αναπνοής.
“Έχει ανέβιση ο άνθρωπος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνεβάζω: ἀναβιβάζω (καὶ κατὰ σύγχ. τοῦ ἀάζω) = ἀνακινῶ ῥυθμικῶς τὸν θώρακα καὶ τὴν κεφαλὴν λόγῳ δυσπνοϊκοῦ ἄσθματος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης