Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανεβάζω

ανακινώ ρυθμικά το θώρακα λόγω δυσκολίας της αναπνοής.
“Έχει ανέβιση ο άνθρωπος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνεβάζω: ἀναβιβάζω (καὶ κατὰ σύγχ. τοῦ ἀάζω) = ἀνακινῶ ῥυθμικῶς τὸν θώρακα καὶ τὴν κεφαλὴν λόγῳ δυσπνοϊκοῦ ἄσθματος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.