ανεβατός -ή -ό
το καλοζυμωμένο και καλοψημένο ψωμί, που γι΄ αυτό και φουσκώνει.
Ανεβατή λένε το είδος καλαμποκίσιου ψωμιού που φουσκώνει. (λειψή).
άσμα δημοτικόν – του χορού:
“του ναύτη η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδια / και με τα δάκρυα ζύμωνε και με το μοιρολόγι / ψωμάκι μου, μην ανεβείς, φούρνε μου, μην καπνίσεις. / Όσο να παν τα κάτεργα και φύγουν τα καράβια / να μείνει ο Γιώργος μου και μείνει το παιδί μου” (Γ.Χ.Μαραγκός. “Γλωσσάριον”).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνεβατὸ § οὕτω καλεῖται ὁ ἐξωγκωμένος ἄρτος διὰ τὴν καλὴν αὐτοῦ ζύμωσιν καὶ ἔψησιν.
Σημ. Χρῶνται ταύτῃ κυρίως οἱ χωρικοί μας
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου