ανέσοδη (η)
μικρή σοδειά, χρονιά ανέσοδη, αφορία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνέσοδη: /ἡ/ (ἀ-ἔσοδον) = ἔτος ἀφορίας, ἀνεσοδεία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ανέσοδη, η (εννοείται η χρονιά): (α στερ. +έσοδο) = χωρίς έσοδο, χωρίς όφελος, άκαρπη χρονιά.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα