ανεμοσούρα (η)
- δυνατός αέρας, ανεμοσούρα της λαγκάδας.
- ο χαρακτηρισμός αποδίδεται και σε γυναίκες κουτσομπόλες, ζωηρές, κακόγλωσσες.
Δημ. σατυρικό τραγ.: “Πεθερά κρεμμύδι σάπιο / κάθε δαγκανιά και δάκρυο / και κουνιάδα ανεμοσούρα / και κακιά ανακατωσούρα”.