Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανατσουτσουρώνω -ομαι

απειλώ, γίνομαι θρασύς, συνέρχομαι από μια κατάπτωση, από πολλή κόπωση.
“Ανατσουτσουρώθηκε, συνήλθε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνατσουτσουρώνω -ομα:ι (ἀνὰ-σαίρω, σεσηρὼς) = ἐγείρομαι ἀπειλητικός, ἀποθρασύνομαι.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.