ανασγουρλεύω
- ψάχνω να βρω κάτι, ανασκολεύω, ανακατεύω. “Τι ανασγουρλεύεις στην κασέλα;”
- μτφ. “Μην ανασγουρλεύεις τώρα τι σου ΄παν και τι μου ΄παν! Πας φιρί φιρί για καυγά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνασγουρλεύω: (ἀνὰ- Ἰ. scagliare) = ἀναμοχλεύω, ἀνασκαλεύω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀνασγουρλεύω = ἀνακατεύω, ἀνασγουρλεύω τά ροῦχα (ἀνακατώνω τά ροῦχα γιά νά βρῶ κάτι ἀνάμεσά τους).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής