Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανασγουρλεύω

  1. ψάχνω να βρω κάτι, ανασκολεύω, ανακατεύω. “Τι ανασγουρλεύεις στην κασέλα;”
  2. μτφ. “Μην ανασγουρλεύεις τώρα τι σου ΄παν και τι μου ΄παν! Πας φιρί φιρί για καυγά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνασγουρλεύω:  (ἀνὰ-  Ἰ. scagliare) = ἀναμοχλεύω, ἀνασκαλεύω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀνασγουρλεύω = ἀνακατεύω, ἀνασγουρλεύω τά ροῦχα (ἀνακατώνω τά ροῦχα γιά νά βρῶ κάτι ἀνάμεσά τους).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.