Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανάλατο (το)

  1. το μέσα ξίγκι του χοίρου, που έχει ιαματικές ιδιότητες. Διατηρείται πάντα χωρίς αλάτι και το χρησιμοποιούν για εντριβές και επαλείψεις, π.χ. στο ξύλιασμα και τους μαγουλίτες.
    Το ανάλατο είναι γενικότερα γνωστό ως λυτός: ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄302 – “και φέρε λίγο ανάλατο. Μ΄ αυτό τ΄ αγριοκαίρι / εθύμωσε το χέρι μου, και νιώθω ότι με σφάζει“.
  2. ανάλατο: άγριο λάχανο, που όσο κι αν το αλατίσεις, δεν το πιάνει το αλάτι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνάλατο:  /τὸ/ (ἀ-ἅλας) = τὸ ἐσωτερικὸν λῖπος τοῦ χοίρου ὅπερ διατηρεῖται χωρὶς ἅλας δι’ ἐντριβὰς καὶ ἐπαλείψεις.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Ανάλατος – παρατσούκλι σε μας-. Βαλαωρίτης, σελ. 367: “Ανάλτο λέγεται το εσωτερικό λίπος του χοίρου όπερ διατηρείται χωρίς να αλατισθεί, χρησιμοποιείται δε ως αλοιφή δια τας πληγάς”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ἀνάλατο = 1. τό πάχος πού ὑπάρχει μεταξύ δέρματος καί σάρκας τοῦ χοίρου, 2. φαγώσιμο χορταστικό πού μοιάζει μέ τό σκολίμπρι καί ἡ γεύση του εἶναι πάντα ἀνάλατη.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.