ανακράζω
κράζω, βάνω φωνή.
Το ανάκραγμα θεωρείται γρουσουζιά σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι: Δεν πρέπει να του μιλάμε, που πας, γιατί κ.λπ. “Δεν κάνει να ανακράζομεν κάποιον που πάει ταξίδι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνακράζω: (ἀνὰ-κράζω) = ἀπευθύνω ἐρώτησιν δυσοίωνον (κατὰ λαϊκὴν προκατάληψιν) πρὸς ἄνθρωπον ἐκκινοῦντα ἢ ἀρχόμενον τυχηρᾶς ἐπιδόσεως (κυνήγιον, ἁλιείαν κ.λ.π.).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης