ανακεφαλιά
λαθεμένη ενέργεια, απερισκεψία, επιπολαιότητα
‘Έκαμα μια ανακεφαλιά, που την πληρώνω τώρα” – “Όλο ανακεφαλιές κάνεις” – “Έπαιξα χαρτιά κι έχασα! Άστα, μεγάλη ανακεφαλιά έκαμα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνακεφαλιὰ: /ἡ/ (ἀ, ἀνὰ-κεφαλὴ) = ἀπερίσκεπτος πρᾶξις, ἐπιπολαιότης, ἀπρονοησία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης