Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανακεφαλιά

λαθεμένη ενέργεια, απερισκεψία, επιπολαιότητα
‘Έκαμα μια ανακεφαλιά, που την πληρώνω τώρα” – “Όλο ανακεφαλιές κάνεις” – “Έπαιξα χαρτιά κι έχασα! Άστα, μεγάλη ανακεφαλιά έκαμα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνακεφαλιὰ:  /ἡ/ (ἀ, ἀνὰ-κεφαλὴ) = ἀπερίσκεπτος πρᾶξις, ἐπιπολαιότης, ἀπρονοησία.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.