αναφταγιά (η)
για όποιον δεν έχει υπομονή και βιάζεται ανεξήγητα.
“Τι αναφταγιά τον έπιασε και εξαφανίστηκε;” – ” Δεν έχεις αναφταγιά, χριστιανέ μου;” – “αναφταγιά σ΄ έπιασε και δεν βαστιέσαι;”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναφταγιὰ ή Ἀνεφταγιὰ: /ἡ/ (ἀνὰ-πτοία) = σπουδὴ παράλογος, λαιμαργία.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
λέγεται και ανσφταγιά. Το λέμε για τους λαίμαργους.
Φαίνεται να έχει σχέση με την αρχαία λέξη πτοία (πτοέω), που σημαίνει φόβος, ταραχή κ.λπ. (ιταλ. Povere).
Κατά το λεξικό Δημητράκου, περ. 2 σημαίνει ορμή, διέγερσις, σφοδρά κλίσις τείνουσα προς τι και συνεκδοχικά άλογος διέγερσις, μανία. Επομένως αυτό το πτοία με την πρόθεση “ανά” μας δίνει το ανασφταγιά, που έχει την έννοια του δεν κρατιέμαι και τσιμπολογάω πριν φάω και δέχομαι έτσι την επίπληξη της μητέρας (εφ΄ όσον πρόκειται για παιδί).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης