αναδεξ’πνιός, ο, αναδεξ’πνιά, η
Αναδεξ’πνιός, ο, (αναδεξ’πνιά, η)= ο αναδεκτός-ή, ο βαπτισιμιός-ά. Η ονοματοδοσία προήλθε από την αναδοχή (ανά+δέχομαι), συν πνοή. Από «το αναδέχεσθαι» εκ της κολυμβήθρας τον αναδεχόμενον (αναδεκτόν), και ανάδοχος (νονός).
βλ. και αναδεξ(ι)μ(ν)ιός -ά