αναδεύω -ομαι
- σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο-λίγο. “Όλο και κάτι αναδεύεται” – “Ίσα-ίσα κι αναδεύεται”.
- φέρνω διάφορες σκέψεις στο μυαλό μου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναδεύω -ομαι: (ἀνὰ-δεύω, δεύομαι) = δίδω κινητικὰ σημεῖα ζωῆς, σαλεύω, μετακινοῦμαι ἐλάχιστα: «ἀναδέψου μωρέ».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ανακινώ, σαλεύω, ανακατώνω. Έχει και την έννοια του υγραίνω (μετά το αχώριστο μόριο “ανά”, αγνώστου όμως ετυμολογίας – Μπαμπινιώτης). . Από το αρχαίο δεύω. Προκαλεί φόβο ή υποψία ότι “κάτι αναδεύει”, κινείται, μετακινώ -ούμε. Λέμε: “αναδέψου λίγο”, σάλεψε από τη θέση σου. Αλλά και ανάδεψε τη φωτιά, τα κάρβουνα. Και αναδεύει το παιδί στην κοιλιά = το νοιωσε η μάνα του.
Ο Ζηκίδης το δίνε και συνώνυμ του ανακατώνω.
Ο Σκαρλάτος αναφέρει τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού “και σειούνται κι αναδεύονται τα φύλλα τους στ΄ αγέρι”.
Σολωμός, Η γυναίκα της Ζάκυθος, 4, 32 – 5, 6 κ.ε. Ανακατεύω ελαφρά, ανασκαλίζω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀναδεύω § ἀνακινῶ τι. Παθ. ἀναδεύομαι = ἀνακινοῦμαι. ΚΝ.
Σημ. Ἡ λέξις εἶναι ἀρχαία.