Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αναδεύω -ομαι

  1. σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο-λίγο. “Όλο και κάτι αναδεύεται” – “Ίσα-ίσα κι αναδεύεται”.
  2. φέρνω διάφορες σκέψεις στο μυαλό μου.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀναδεύω -ομαι:  (ἀνὰ-δεύω, δεύομαι) = δίδω κινητικὰ σημεῖα ζωῆς, σαλεύω, μετακινοῦμαι ἐλάχιστα: «ἀναδέψου μωρέ».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Ανακινώ, σαλεύω, ανακατώνω. Έχει και την έννοια του υγραίνω (μετά το αχώριστο μόριο “ανά”, αγνώστου όμως ετυμολογίας – Μπαμπινιώτης). . Από το αρχαίο δεύω. Προκαλεί φόβο ή υποψία ότι “κάτι αναδεύει”, κινείται, μετακινώ -ούμε. Λέμε: “αναδέψου λίγο”, σάλεψε από τη θέση σου. Αλλά και ανάδεψε τη φωτιά, τα κάρβουνα. Και αναδεύει το παιδί στην κοιλιά = το νοιωσε η μάνα του.
Ο Ζηκίδης το δίνε και συνώνυμ του ανακατώνω.
Ο Σκαρλάτος αναφέρει τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού “και σειούνται κι αναδεύονται τα φύλλα τους στ΄ αγέρι”.
Σολωμός, Η γυναίκα της Ζάκυθος, 4, 32 – 5, 6 κ.ε. Ανακατεύω ελαφρά, ανασκαλίζω.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ἀναδεύω § ἀνακινῶ τι. Παθ. ἀναδεύομαι = ἀνακινοῦμαι. ΚΝ.

Σημ. Ἡ λέξις εἶναι ἀρχαία.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.