αμολάω ή αμπολάω
- λύνω, ελευθερώνω, αφήνω. “Αμόλυσε τη βάρκα να πάμε” – “αμόλυσε τ οκοπάδι να πάει στο λόγγο” – “αμόλυσα το καναρίνι απ΄ το κλουί του. Κρίμα ήταν” – “Από το φόβο μου, τ΄ αμόλυσα απ΄ τα χέρια μου τα πιάτα κι έσπασαν” – “Αμόλυσες το γάιδαρο κι έφαγε το χορτάρι”.
- “Τα παραμόλυσες τα παιδιά σου και άντε να τα μαζέψεις τώρα” – “Αυτά (τα παιδιά) δε θέλουν αμόλυμα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμολάω: (ἀπὸ-λύω) = ἀποδεσμεύω, ἀφίνω, ἀπολύω, ἀπορρίπτω. «ἀμόλσε τὸ σκλὶ νὰ μᾶς φάῃ».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Είναι το ιταλικό amollare, αφήνω κάτι που κρατώ. (Πολλές σημασίες παράλληλες, όπως αμολάω αητό, ή … μια πορδή).
Ο καθηγητής Κριαράς πιθανολογεί συμφυρμό (γραμματικός όρος) με το απολώ του ρήματος απολύω.
Πιθανότερος ο συσχετισμός με το βενετικό moll, προστακτική του mollare, εξ ου αμολάρω, αφήνω.
Να θυμηθούμε και το ναυτικό έγια- μόλα (προστακτική αμόλα και μόλα), όπως και τον γωνστό τύπο: αμολήσου, τρέξε.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης