αμε-δά (επίρρ.)
βέβαια (βεβαιωτικό με έμφαση): “Ο ίδιος σού τα ΄δωσε με τα χέρια του αυτά; – Αμέ-δα!”. (αμεδά)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμμέ δα: /ἐπίρ./ (ἀν μὴ δὴ) = καὶ βέβαια, φυσικά.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το αμέ, είναι το όωιμο μεσαιωνικό αμμέ και απ΄ αυτό το αμ-μη, αν μη. Το δα είναι το αρχαίο μόριο δ.
Η επιβεβαιωτική σημασία του τύπου αμ΄δα (βέβαια, φυσικά) κατά τους ειδικούς, μεσαιωνική (και σε κατάφαση και άρνηση).
Στο χωριό εκφράζεται αμ’ δά.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης