αμανάτι (επίρρ.)
- κινητό αντικείμενο αξίας, που το βάνουμε ενέχυρο σε κάποιον δανειστή: “Δεν είχε χρήματα κι άφησε τα χρυσαφικά της, τα νυφικά κιόλας, αμανάτι”.
- μτφ.: όταν κάποιος αθετεί τον λόγο του ή λησμονεί την υπόσχεσή του κι αφήνει τον άλλο να περιμένει. “Με άφησες αμανάτι και περίμενα τόσες ώρες”.
- όταν αφήνομε κάποιο πράγμα μας και κάποιο μέρος, σπίτι, μαγαζί ή αποθήκη και δεν ενδιαφερόμαστε να το πάρομε έγκαιρα πίσω για κάποιο λόγο που εμείς ξέρομε: “Τ΄ αφήσαμε αμανάτι” – “Μου τ΄ άφησαν αμανάτι κι έφυγαν”.
- όταν εγκαταλείπομε το συνέταιρό μας ή συνυπεύθυνο μας σε ώρες διαπραγματεύσεων με την υπόσχεση να γυρίσομε: “Με άφησες αμανάτι κι έφυγες. Να βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμανάτι: /τὸ/ (Ἰ. ammanetare, A.T. ἐμανέτ, Σ. ἀμανέτ) = ἐνέχυρον κινητὸν πρᾶγμα παραδιδόμενον εἰς χεῖρας τοῦ δανειστοῦ πρὸς ἀσφάλειαν πληρωμῆς τοῦ δανείου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης