Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμανάτι (επίρρ.)

  1. κινητό αντικείμενο αξίας, που το βάνουμε ενέχυρο σε κάποιον δανειστή: “Δεν είχε χρήματα κι άφησε τα χρυσαφικά της, τα νυφικά κιόλας, αμανάτι”.
  2. μτφ.: όταν κάποιος αθετεί τον λόγο του ή λησμονεί την υπόσχεσή του κι αφήνει τον άλλο να περιμένει. “Με άφησες αμανάτι και περίμενα τόσες ώρες”.
  3. όταν αφήνομε κάποιο πράγμα μας και κάποιο μέρος, σπίτι, μαγαζί ή αποθήκη και δεν ενδιαφερόμαστε να το πάρομε έγκαιρα πίσω για κάποιο λόγο που εμείς ξέρομε: “Τ΄ αφήσαμε αμανάτι” – “Μου τ΄ άφησαν αμανάτι κι έφυγαν”.
  4. όταν εγκαταλείπομε το συνέταιρό μας ή συνυπεύθυνο μας σε ώρες διαπραγματεύσεων με την υπόσχεση να γυρίσομε: “Με άφησες αμανάτι κι έφυγες. Να βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμανάτι:  /τὸ/ (Ἰ. ammanetare, A.T. ἐμανέτ, Σ. ἀμανέτ) = ἐνέχυρον κινητὸν πρᾶγμα παραδιδόμενον εἰς χεῖρας τοῦ δανειστοῦ πρὸς ἀσφάλειαν πληρωμῆς τοῦ δανείου.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.